τροπένιο

τροπένιο
το, Ν
χημ. δικυκλική αζωτούχα ολεφινική οργανική ένωση, παράγωγο τού τροπανίου, με σημαντικότερη ισομερή μορφή του το 3-τροπένιο, γνωστό και ως τροπιδίνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”